Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Κρύβουν κινδύνους οι επιδιώξεις των ΗΠΑ


Του Αλέξανδρου Κούτση*



Προ ημερών, ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε προετοιμασίες για στρατιωτική επίθεση κατά της Συρίας, ισχυριζόμενος ότι το καθεστώς Ασαντ χρησιμοποίησε χημικά όπλα κατά του πληθυσμού του. Το εάν ο ισχυρισμός αυτός αληθεύει ή όχι είναι δευτερεύουσας σημασίας, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είναι αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν την επίθεση χωρίς να περιμένουν το πόρισμα των επιθεωρητών του ΟΗΕ που διεξάγουν σχετική έρευνα στη Συρία.
Αρκετοί παράγοντες συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή. Πρώτον, ο Ομπάμα είχε ορίσει ως «κόκκινη γραμμή» τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ, προειδοποιώντας ότι σε τέτοια περίπτωση θα επέμβει στρατιωτικά. Η δέσμευση τον αναγκάζει σήμερα να υποκύψει στις πιέσεις που δέχεται τόσο στο εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό για άμεση δράση. Δεύτερον, ο εμφύλιος στη Συρία συνεχίζεται ανένδοτα και παρά τον εξοπλισμό της αντιπολίτευσης από δυτικές και αραβικές χώρες, ο Ασαντ συνεχίζει να ενισχύει τη θέση του στη χώρα, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο της ανατροπής του. Τρίτον, οι ριζοσπαστικοί ισλαμιστές, οπαδοί της Αλ Κάιντα, φαίνεται να κυριαρχούν στους κύκλους τις αντιπολίτευσης και να προωθούν την ίδρυση ισλαμικού εμιράτου στις περιοχές που κατέχουν. Υπό το πρίσμα αυτό, η απομάκρυνση του Ασαντ προβληματίζει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους διότι τότε θα έχουν να κάνουν με πολιτικές δυνάμεις που δεν είναι φιλικά προσκείμενες σε αυτούς. Τρίτον, ο εμφύλιος στη Συρία και η εμπλοκή της Χεζμπολάχ στο πλευρό του Ασαντ προκαλούν πολιτική αποσταθεροποίηση στον Λίβανο και πυροδοτούν μια σύγκρουση μεταξύ των σουνιτών και των σιιτών της χώρας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επικείμενη επίθεση δεν φαίνεται να προσβλέπει στην ανατροπή του Ασαντ ούτε στην πλήρη διάλυση των συριακών ένοπλων δυνάμεων. Οι ΗΠΑ απλώς θέλουν να δώσουν ένα μάθημα στον Ασαντ, να τον αποδυναμώσουν στρατιωτικά ώστε να ανατρέψουν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αυτού και της αντιπολίτευσης και να τον σύρουν σε διαπραγματεύσεις για την προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.
Η προσέγγιση αυτή εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Πρώτον, έπειτα από τέτοια επίθεση, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Ασαντ θα υποταχθεί στις επιθυμίες των ΗΠΑ. Αντίθετα, θα ισχυριστεί για άλλη μία φορά ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τους «τρομοκράτες» και θα εντείνει τον πόλεμο εναντίον τους. Δεύτερον, οι σχέσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών θα επιδεινωθούν στη Μέση Ανατολή και ιδίως στον Περσικό Κόλπο. Τρίτον, η επίθεση θα ενταφιάσει την αμερικανο-ρωσική προσπάθεια εξεύρεσης πολιτικής λύσης στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Γενεύης του Ιουνίου 2012. Η επιδείνωση στις σχέσεις Μόσχας και Ουάσινγκτον μπορεί να οδηγήσει στην έναρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Ποια μπορεί να είναι η λύση, λοιπόν; Θα πρέπει οι δύο πλευρές να αναγκαστούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις πάνω σε έναν οδικό χάρτη που προβλέπει τη διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη συντακτικής συνέλευσης, η οποία θα θεσπίσει νέο Σύνταγμα, που θα τεθεί σε δημοψήφισμα, μετά το οποίο θα διεξαχθούν νέες κοινοβουλευτικές εκλογές. Μέχρι σήμερα, η αντιπολίτευση αρνείται να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις εάν πρώτα δεν παραιτηθεί ο Ασαντ. Καλό θα είναι η αποχώρηση του Ασαντ να αποτελεί το τελικό στάδιο του οδικού χάρτη και όχι την προϋπόθεση.
Αλλιώς η αιματοχυσία θα συνεχιστεί στη Συρία.


_______________
* Ομότιμος καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου