Πότης, καβγατζής κι ελεύθερος…
Τα δεινά της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, που τον καθόρισαν και τον διαμόρφωσαν ως συγγραφέα, περιγράφονται στο αυτοβιογραφικό «Τοστ Ζαμπόν», το οποίο κυκλοφορεί πρώτη φορά στα ελληνικά σε μετάφραση Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη.
Πότης, ερωτύλος, καβγατζής, τζογαδόρος, αθυρόστομος, περιθωριακός… είναι ορισμένοι μόνο χαρακτηρισμοί, χωρίς ίχνος υπερβολής, που συνόδευαν τον Τσαρλς Μπουκόβσκι σε όλη του τη ζωή. Αν ορισμένα από αυτά δεν είναι γραμμένα στο DNA του, αναπόφευκτα διαμορφώθηκαν κατά την παιδική και εφηβική ηλικία του, που σημαδεύτηκε από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, τις στερήσεις μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, την κακοποίηση από τον πατέρα του, την παρενόχληση από τους συμμαθητές του, την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής.
Αυτό το άγριο ταξίδι ενηλικίωσης, με σταθμούς τις γυναίκες, το αλκοόλ και τα βιβλία στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης στην Αμερική, καταγράφεται στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Τοστ Ζαμπόν», που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Στο τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά του, λυπημένο και αστείο ταυτόχρονα, ο Μπουκόβσκι περιγράφει τα πρώιμα δεινά που τελικά τον καθόρισαν ως συγγραφέα. «Δεν ήμουν μισάνθρωπος ούτε και μισογύνης, αλλά μ’ άρεσε να είμαι μόνος. Αισθανόμουν καλά όταν καθόμουν σ’ ένα μικρό μέρος και κάπνιζα και έπινα. Πάντα μου έκανε καλή παρέα ο εαυτός μου», γράφει με την ιδιόμορφη πένα του.
Ενα αγόρι που τρέφεται από την ελευθερία της απομόνωσης, σκληρό καρύδι, με μια κρυφή ευαισθησία, μάγκας και κοκοράκι, θρασύδειλος μπανιστιρτζής και ερωτιάρης. Θαμπώνεται από τις όμορφες δασκάλες με τις μακριές γάμπες, τις δάφανες κάλτσες και τα ψηλά τακούνια, αλλά παρ’ όλες τις λεκτικές προκλήσεις δεν τολμά να τις πλησιάσει.
Στο κολέγιο όπου γράφεται για να σπουδάσει δημοσιογραφία, αηδιάζει με τα πλουσιόπαιδα με τα κουπέ αμάξια και τα κορίτσια τους με τα πολύχρωμα φορέματα. «Τους μισούσα. Μισούσα την ομορφιά τους, την αμέριμνη νιότη τους και όπως τους έβλεπα να χορεύουν μες στις μαγικές λιμνούλες από χρωματιστό φως, να κρατιούνται αγκαλιασμένοι, να νιώθουν τόσο καλά, σαν μικρά, σώα κι αβλαβή παιδιά, με όλη την τύχη δική τους· για την ώρα τούς μίσησα, ναι, τους μίσησα γιατί είχαν κάτι που εγώ ακόμη δεν το είχα, και είπα μέσα μου, και το είπα ξανά και ξανά: Κάποια μέρα θα γίνω κι εγώ ευτυχισμένος όπως εσείς, θα το δείτε».
Τα πρώτα σχολικά νταηλίκια εναλλάσσονται με σκηνές ενδοοικογενειακής βίας: ο πατέρας σκληρός, η μητέρα υπάκουη: «Ακουσα τον πατέρα μου να μπαίνει. Πάντα κοπανούσε την πόρτα, βάδιζε βαριά και μιλούσε δυνατά. Ηταν στο σπίτι. Υστερα από λίγο άνοιξε η πόρτα της κάμαράς μου. Ο πατέρας μου ήταν δυο μέτρα ντερέκι, τεράστιος (…). «Αντε λοιπόν, κατέβασε το παντελόνι σου». Κατέβασα το παντελόνι μου. «Κατέβασε τα βρακιά σου». Κατέβασα τα βρακιά μου. Μ’ άρχισε με τη λουρίδα. Το πρώτο χτύπημα πιο πολύ με τάραξε παρά με πόνεσε. Το δεύτερο με πόνεσε πιο πολύ. Στην αρχή καταλάβαινα την ύπαρξη των τοίχων, της τουαλέτας, της μπανιέρας. Στο τέλος δεν καταλάβαινα, δεν έβλεπα τίποτα».
Δεν φαντάζεται όμως το μαρτύριο που θα περάσει, όταν μια ακραία μορφή ακμής σκεπάζει το πρόσωπο και το σώμα του, και γίνεται αντικείμενο πειραματισμών με τρυπήματα από χοντρές βελόνες στο νοσοκομείο. «Η χειρότερη περίπτωση ακμής στην πόλη, αυτό ήμουν. Είχα σπυριά και δοθιήνες σε όλο μου το πρόσωπο, στην πλάτη, στον λαιμό, ακόμα και στο στήθος. Συνέβη πάνω που άρχισα να περνιέμαι για σκληρός τύπος και για αρχηγός. Αναγκάστηκα να παραμερίσω. Τώρα παρακολουθούσα τους ανθρώπους από μακριά, λες και έβλεπα κανένα θεατρικό έργο».
Κι όμως, όλη αυτή η περιπέτεια είχε τα θετικά της. Καταφεύγοντας στη δημόσια βιβλιοθήκη ανακάλυψε τα βιβλία του Ντ.Χ. Λόρενς, του Χάξλεϊ, του Ντον Πάσος, του Χέμινγουεϊ: «Μεγαλείο. Οι λέξεις δεν ήταν ανιαρές, οι λέξεις ήταν πράγματα, οι λέξεις έκαναν το μυαλό σου να σιγοτραγουδάει. Αν τις διάβαζες και αφηνόσουν στη μαγεία τους, μπορούσες να ζήσεις χωρίς πόνο και να ’χεις ελπίδες, ό,τι κι αν σου συνέβαινε».
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι γράφει για τους άσχημους, τους μοναχικούς, τους τρελούς. Αυτούς που συναναστρέφεται. Για τον ίδιο του τον εαυτό. «Γύρω μου συνάζονταν οι αδύναμοι κι όχι οι δυνατοί, οι άσχημοι κι όχι οι όμορφοι, οι χαμένοι κι όχι οι κερδισμένοι. Ηταν, θαρρείς, το πεπρωμένο μου να ταξιδεύω παρέα με τέτοια φάρα σ’ όλη μου τη ζωή. Δεν με πείραζε αυτό τόσο πολύ όσο το ότι αυτοί οι βαρεμένοι βλάκες με έβρισκαν ακαταμάχητο. Ημουν σαν μια σβουνιά που μάζευε τις μύγες κι όχι σαν λουλούδι που ποθούσαν να ’ναι σιμά του και οι πεταλούδες και οι μέλισσες».
Οπως σημειώνει ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης στο επίμετρο της έκδοσης: «Οι εξεγερμένοι νέοι της Αμερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ηταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυμάσια ποιήματα και βραχνά πεζογραφήματα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αμέσως μετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυμη αγκαλιά». Γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920 στο Αντερναχ και πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994 στο αγαπημένο του Λος Αντζελες.
__________________
p.spinou@efsyn.gr
Ενα αγόρι που τρέφεται από την ελευθερία της απομόνωσης, σκληρό καρύδι, με μια κρυφή ευαισθησία, μάγκας και κοκοράκι, θρασύδειλος μπανιστιρτζής και ερωτιάρης. Θαμπώνεται από τις όμορφες δασκάλες με τις μακριές γάμπες, τις δάφανες κάλτσες και τα ψηλά τακούνια, αλλά παρ’ όλες τις λεκτικές προκλήσεις δεν τολμά να τις πλησιάσει.
Στο κολέγιο όπου γράφεται για να σπουδάσει δημοσιογραφία, αηδιάζει με τα πλουσιόπαιδα με τα κουπέ αμάξια και τα κορίτσια τους με τα πολύχρωμα φορέματα. «Τους μισούσα. Μισούσα την ομορφιά τους, την αμέριμνη νιότη τους και όπως τους έβλεπα να χορεύουν μες στις μαγικές λιμνούλες από χρωματιστό φως, να κρατιούνται αγκαλιασμένοι, να νιώθουν τόσο καλά, σαν μικρά, σώα κι αβλαβή παιδιά, με όλη την τύχη δική τους· για την ώρα τούς μίσησα, ναι, τους μίσησα γιατί είχαν κάτι που εγώ ακόμη δεν το είχα, και είπα μέσα μου, και το είπα ξανά και ξανά: Κάποια μέρα θα γίνω κι εγώ ευτυχισμένος όπως εσείς, θα το δείτε».
Τα πρώτα σχολικά νταηλίκια εναλλάσσονται με σκηνές ενδοοικογενειακής βίας: ο πατέρας σκληρός, η μητέρα υπάκουη: «Ακουσα τον πατέρα μου να μπαίνει. Πάντα κοπανούσε την πόρτα, βάδιζε βαριά και μιλούσε δυνατά. Ηταν στο σπίτι. Υστερα από λίγο άνοιξε η πόρτα της κάμαράς μου. Ο πατέρας μου ήταν δυο μέτρα ντερέκι, τεράστιος (…). «Αντε λοιπόν, κατέβασε το παντελόνι σου». Κατέβασα το παντελόνι μου. «Κατέβασε τα βρακιά σου». Κατέβασα τα βρακιά μου. Μ’ άρχισε με τη λουρίδα. Το πρώτο χτύπημα πιο πολύ με τάραξε παρά με πόνεσε. Το δεύτερο με πόνεσε πιο πολύ. Στην αρχή καταλάβαινα την ύπαρξη των τοίχων, της τουαλέτας, της μπανιέρας. Στο τέλος δεν καταλάβαινα, δεν έβλεπα τίποτα».
Δεν φαντάζεται όμως το μαρτύριο που θα περάσει, όταν μια ακραία μορφή ακμής σκεπάζει το πρόσωπο και το σώμα του, και γίνεται αντικείμενο πειραματισμών με τρυπήματα από χοντρές βελόνες στο νοσοκομείο. «Η χειρότερη περίπτωση ακμής στην πόλη, αυτό ήμουν. Είχα σπυριά και δοθιήνες σε όλο μου το πρόσωπο, στην πλάτη, στον λαιμό, ακόμα και στο στήθος. Συνέβη πάνω που άρχισα να περνιέμαι για σκληρός τύπος και για αρχηγός. Αναγκάστηκα να παραμερίσω. Τώρα παρακολουθούσα τους ανθρώπους από μακριά, λες και έβλεπα κανένα θεατρικό έργο».
Κι όμως, όλη αυτή η περιπέτεια είχε τα θετικά της. Καταφεύγοντας στη δημόσια βιβλιοθήκη ανακάλυψε τα βιβλία του Ντ.Χ. Λόρενς, του Χάξλεϊ, του Ντον Πάσος, του Χέμινγουεϊ: «Μεγαλείο. Οι λέξεις δεν ήταν ανιαρές, οι λέξεις ήταν πράγματα, οι λέξεις έκαναν το μυαλό σου να σιγοτραγουδάει. Αν τις διάβαζες και αφηνόσουν στη μαγεία τους, μπορούσες να ζήσεις χωρίς πόνο και να ’χεις ελπίδες, ό,τι κι αν σου συνέβαινε».
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι γράφει για τους άσχημους, τους μοναχικούς, τους τρελούς. Αυτούς που συναναστρέφεται. Για τον ίδιο του τον εαυτό. «Γύρω μου συνάζονταν οι αδύναμοι κι όχι οι δυνατοί, οι άσχημοι κι όχι οι όμορφοι, οι χαμένοι κι όχι οι κερδισμένοι. Ηταν, θαρρείς, το πεπρωμένο μου να ταξιδεύω παρέα με τέτοια φάρα σ’ όλη μου τη ζωή. Δεν με πείραζε αυτό τόσο πολύ όσο το ότι αυτοί οι βαρεμένοι βλάκες με έβρισκαν ακαταμάχητο. Ημουν σαν μια σβουνιά που μάζευε τις μύγες κι όχι σαν λουλούδι που ποθούσαν να ’ναι σιμά του και οι πεταλούδες και οι μέλισσες».
Οπως σημειώνει ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης στο επίμετρο της έκδοσης: «Οι εξεγερμένοι νέοι της Αμερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ηταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυμάσια ποιήματα και βραχνά πεζογραφήματα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αμέσως μετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυμη αγκαλιά». Γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920 στο Αντερναχ και πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994 στο αγαπημένο του Λος Αντζελες.
__________________
p.spinou@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου